Η μοναξιά και η απομόνωση δεν είναι απλώς “εφηβικά ξεσπάσματα” — είναι ζήτημα ψυχικής υγείας.
Τα τελευταία χρόνια, τόσο στις ΗΠΑ όσο και στην Ελλάδα, γίνεται όλο και πιο φανερό: οι έφηβοι αισθάνονται μόνοι. Δεν είναι απλώς μια «φάση», ούτε ένδειξη ότι κάτι «πάει στραβά» με τα παιδιά. Είναι σημάδι μιας βαθύτερης κοινωνικής αλλαγής που επηρεάζει σοβαρά την ψυχική υγεία των νέων.
Σύμφωνα με πρόσφατη έκθεση των CDC (ΗΠΑ), μόνο το 58,5% των εφήβων δηλώνουν ότι λαμβάνουν σταθερά τη συναισθηματική και κοινωνική στήριξη που χρειάζονται. Από την άλλη, το 93% των γονιών πιστεύουν πως το παιδί τους έχει όλη τη στήριξη που χρειάζεται. Το χάσμα είναι τεράστιο — και ανησυχητικό.
Όταν το παιδί δεν νιώθει πως το βλέπουμε
Η αποσύνδεση αυτή δεν είναι απλώς θέμα «κακής επικοινωνίας». Πολλοί γονείς νομίζουν ότι προσφέρουν υποστήριξη, επειδή είναι παρόντες πρακτικά: πάνε το παιδί στο σχολείο, το βοηθούν με το διάβασμα, μαγειρεύουν, δείχνουν ενδιαφέρον. Αλλά η συναισθηματική σύνδεση είναι άλλο πράγμα.
Αν ο έφηβος νιώθει πως δεν τον καταλαβαίνουμε ή δεν μπορεί να εκφραστεί όπως είναι, τότε η σχέση –όσο και να υπάρχει λειτουργικά– δεν λειτουργεί ως στήριγμα.
Το πρόβλημα είναι βαθύτερο: οι έφηβοι που δηλώνουν πως δεν έχουν αρκετή κοινωνική και συναισθηματική υποστήριξη, παρουσιάζουν πιο συχνά συμπτώματα άγχους, κατάθλιψης, δυσκολίες στον ύπνο και χαμηλότερα επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή.
Και στην Ελλάδα; Δεν είμαστε μακριά
Αν και τα παραπάνω δεδομένα προέρχονται από τις ΗΠΑ, η εικόνα στην Ελλάδα δεν είναι πολύ διαφορετική. Η πανδημία επηρέασε σοβαρά την κοινωνική ζωή των εφήβων.
Τα παιδιά πέρασαν κρίσιμα χρόνια απομονωμένα, και οι συνθήκες δεν έχουν επανέλθει πλήρως. Πολλά σχολεία εξακολουθούν να λειτουργούν χωρίς ψυχολόγους, ενώ η πρόσβαση σε εξειδικευμένες υπηρεσίες ψυχικής υγείας είναι περιορισμένη – ιδιαίτερα εκτός μεγάλων πόλεων.
Παράλληλα, το άγχος για τις πανελλήνιες, η οικονομική ανασφάλεια των οικογενειών, ο φόβος για το μέλλον και η συνεχής έκθεση στα social media δημιουργούν ένα περιβάλλον πίεσης. Οι έφηβοι καλούνται να “είναι καλά”, να αποδίδουν, να φαίνονται σίγουροι για τον εαυτό τους — ενώ συχνά μέσα τους αισθάνονται χαμένοι.
Το παράδοξο της ψηφιακής εποχής
Οι σημερινοί έφηβοι είναι πιο «συνδεδεμένοι» ψηφιακά από οποιαδήποτε άλλη γενιά. Όμως η ουσιαστική επαφή έχει περιοριστεί. Οι ώρες που αφιερώνουν τα παιδιά σε πραγματικές, πρόσωπο με πρόσωπο σχέσεις έχουν μειωθεί σημαντικά τις τελευταίες δεκαετίες. Κι αυτό έχει κόστος.
Η υπερβολική χρήση των social media, αντί να ενισχύει το αίσθημα του ανήκειν, συχνά το διαβρώνει. Η σύγκριση, το cyberbullying, η πίεση να δείχνεις «τέλειος», μπορούν να απομονώσουν περισσότερο απ’ όσο ενώνουν.
Αυτό δεν σημαίνει ότι το διαδίκτυο είναι “κακό” ή ότι πρέπει να το κόψουμε. Σημαίνει ότι πρέπει να επενδύσουμε στην ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων – και να δείξουμε στους νέους πώς είναι μια υγιής σύνδεση: χωρίς κριτική, με αληθινό ενδιαφέρον και αμοιβαιότητα.
Όχι, όλοι οι έφηβοι δεν ξεκινούν από το ίδιο σημείο
Κάποιοι έφηβοι είναι ακόμα πιο ευάλωτοι: παιδιά ΛΟΑΤΚΙ+ που δεν νιώθουν ασφαλή να εκφραστούν, παιδιά μεταναστών που αισθάνονται ξένα σε δύο κόσμους, κορίτσια που μεγαλώνουν με αντικρουόμενα πρότυπα για το πώς “πρέπει” να είναι. Και οι αριθμοί το δείχνουν: σε όλες τις σχετικές έρευνες, αυτές οι ομάδες δηλώνουν τα χαμηλότερα επίπεδα στήριξης και τις υψηλότερες δυσκολίες ψυχικής υγείας.
Αν δεν υπάρχει χώρος να είναι κάποιος ο εαυτός του, δεν μπορεί να ζητήσει βοήθεια. Και τότε είναι που χρειάζεται περισσότερο από ποτέ να του προσφερθεί — χωρίς να χρειαστεί να τη “ζητήσει”.
Η παρουσία μετράει όσο και τα λόγια
Πολλές φορές, οι γονείς προσπαθούν να βοηθήσουν με συμβουλές, λύσεις, ή με το να αναλάβουν να “φτιάξουν” το πρόβλημα. Αλλά ο έφηβος δεν ψάχνει πάντα για λύση. Πιο συχνά, ψάχνει για κατανόηση. Να νιώσει ότι τον ακούμε, χωρίς να τον διορθώνουμε ή να τον μειώνουμε.
Η ουσιαστική στήριξη δεν χρειάζεται πάντα να είναι κάτι θεαματικό. Μπορεί να είναι το να καθίσεις δίπλα στο παιδί σου στον καναπέ και να δεις μαζί του την αγαπημένη του σειρά. Να είσαι διαθέσιμος, χωρίς να πιέζεις. Να του δείξεις πως, ότι κι αν νιώσει, έχει πού να το πει.
Το ίδιο ισχύει και για τους εκπαιδευτικούς, τους προπονητές, τους ενήλικες που συναντούν τους εφήβους στην καθημερινότητά τους. Ένας δάσκαλος που θα ακούσει χωρίς ειρωνεία, μια θεατρική ομάδα που θα γίνει “καταφύγιο”, ένας ενήλικας που θα πει “είμαι εδώ”, μπορεί να κάνει τεράστια διαφορά.
Τι μπορούμε να κάνουμε — χωρίς να γίνουμε ειδικοί
- Ακούμε περισσότερο, μιλάμε λιγότερο. Οι έφηβοι χρειάζονται χώρο να εκφραστούν, χωρίς να τους διακόπτουμε με «συμβουλές».
- Βοηθάμε να μάθουν να ζητούν στήριξη. Πολλοί νέοι ντρέπονται ή δεν ξέρουν πώς να το κάνουν. Μπορούμε να τους δείξουμε τρόπους.
- Δεν υποτιμάμε τα μικρά πράγματα. Μια ειλικρινής συζήτηση, ένα μήνυμα, η αίσθηση ότι κάποιος τους σκέφτεται — μετράνε.
- Στηρίζουμε τις κοινότητες. Τα σχολεία χρειάζονται ενίσχυση, όχι περικοπές. Τα προγράμματα δημιουργικής έκφρασης και κοινωνικής ένταξης σώζουν ζωές.
Αν θέλουμε οι έφηβοι να μας εμπιστευτούν, πρέπει πρώτα να τους δώσουμε χώρο να υπάρξουν όπως είναι. Να τους δούμε πραγματικά. Και να είμαστε εκεί — όχι μόνο όταν «πέφτουν», αλλά και όταν αρχίζουν να σηκώνονται.